- παστῆον
- παστῆον, τό (for παστεῖον), perh.A case for a curtain, SIG996.22 ([place name] Smyrna), cf. BCH11.159 ([place name] Lagina).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παστήον — τὸ, Α [παστός (Ι)] έπιπλο από το οποίο κρεμιόταν ο παστός, δηλ. το κεντητό παραπέτασμα τής νυφικής κλίνης … Dictionary of Greek